Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιδένω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επ|ιδένω <-έδεσα> [ɛpiˈðɛnɔ] VERB μεταβ (τραύμα)

επιδένω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский