Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβαρύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιβαρ|ύνω <-υνα, -ύνθηκα, -ημένος> [ɛpivaˈrinɔ] VERB μεταβ και μτφ

επιβαρύνω
επιβαρύνω με τόκους

Παραδειγματικές φράσεις με επιβαρύνω

επιβαρύνω με τόκους

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский