Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβάρυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιβάρυνσ|η <-εις> [ɛpiˈvarinsi] SUBST θηλ και μτφ

επιβάρυνση
Belastung θηλ
οικονομική επιβάρυνση
επιβάρυνση με τόκους
Zinsbelastung θηλ
φορολογική επιβάρυνση
Sonderbelastungen θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με επιβάρυνση

εμπράγματη επιβάρυνση
επιτοκιακή επιβάρυνση
οικονομική επιβάρυνση
φορολογική επιβάρυνση
δασμολογική επιβάρυνση
επιβάρυνση με τόκους

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский