Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επενδυτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επενδυτής (επενδύτρια) [ɛpɛnðiˈtis, ɛpɛnˈðitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επενδυτής (επενδύτρια)
Anleger(in) αρσ (θηλ)
επενδυτής (επενδύτρια)
Investor(in) αρσ (θηλ)
μέσος επενδυτής
μικρός επενδυτής
Kleinanleger αρσ
μόνιμος επενδυτής
Daueranleger αρσ
Anlegerschutz αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με επενδυτής

μέσος επενδυτής
μικρός επενδυτής
μόνιμος επενδυτής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский