Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επεμβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επε|μβαίνω <-νέβηκα [ή -μβηκα] > [ɛpɛɱˈvɛnɔ] VERB αμετάβ (για βοήθεια)

επεμβαίνω σε
eingreifen in +αιτ
επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις

Παραδειγματικές φράσεις με επεμβαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский