Ελληνικά » Γερμανικά

I . επαν|αλαμβάνω <-άλαβα [ή -έλαβα], -αλήφτηκα, -ειλημμένος> [ɛpanalaɱˈvanɔ] VERB μεταβ

επαναλαμβάνω

II . επαναλαμβάνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский