Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επακόλουθο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επακόλουθο [ɛpaˈkɔluθɔ] SUBST ουδ

επακόλουθο
Folge θηλ
η αρρώστια του ήταν το επακόλουθο της
τοείχε ως επακόλουθο να
dashatte zur Folge, dass

Παραδειγματικές φράσεις με επακόλουθο

αναγκαίο επακόλουθο
επακόλουθο κόστος
τοείχε ως επακόλουθο να
η αρρώστια του ήταν το επακόλουθο της

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский