Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαγγέλματος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσκηση επαγγέλματος
αλλαγή θηλ επαγγέλματος
Berufswechsel αρσ
άσκηση ενός επαγγέλματος
απαγόρευση θηλ άσκησης επαγγέλματος
Berufsverbot ουδ
άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος
Gewerbeschein αρσ
ελευθερία εκλογής επαγγέλματος
(ελεύθερη) εκλογή θηλ επαγγέλματος
(freie) Berufswahl θηλ
ελευθερία θηλ εκλογής επαγγέλματος
η δήλωση του ονόματος, του επαγγέλματος και
die Angabe θηλ des Namens, des Berufs und
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „επαγγέλματος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

διακοπή θηλ επαγγέλματος
επιλογή επαγγέλματος
εκλογή θηλ επαγγέλματος
στολή θηλ επαγγέλματος
κάνω κάτι εξ επαγγέλματος
άδεια θηλ άσκησης επαγγέλματος
απαγόρευση θηλ άσκησης επαγγέλματος
χορηγώ άδεια άσκησης επαγγέλματος
ενδιαφερόμενη εκτός του επαγγέλματος
ελευθερία θηλ επιλογής επαγγέλματος
άδεια θηλ εξάσκησης επαγγέλματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский