Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίθεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίθεσ|η <-εις> [ɛˈpiθɛsi] SUBST θηλ

1. επίθεση:

επίθεση κατά +γεν
Angriff αρσ auf +αιτ
αναλαμβάνω επίθεση
αστραπιαία επίθεση
Blitzangriff αρσ
βομβιστική επίθεση
Bombenangriff αρσ
τρομοκρατική επίθεση

2. επίθεση (με εισβολή: σε κτήριο, τράπεζα κτλ):

επίθεση κατά +γεν
Überfall αρσ auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский