Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίδραση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίδρασ|η <-εις> [ɛˈpiðrasi] SUBST θηλ

1. επίδραση (επιρροή):

επίδραση
Einfluss αρσ
ασκώ επίδραση σε κάτι
δέχομαι επίδραση από κάτι
χωρίς επίδραση +γεν
χωρίς επίδραση +γεν
unter dem Einfluss +γεν
θετική/αρνητική επίδραση

2. επίδραση (δράση: φαρμάκου κτλ):

επίδραση
Wirkung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский