Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επέμβαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επέμβασ|η <-εις> [ɛˈpɛɱvasi] SUBST θηλ

1. επέμβαση (μεσολάβηση):

επέμβαση σε
Eingriff αρσ in +αιτ
επέμβαση σε
Intervention θηλ in +αιτ
χειρουργική επέμβαση

2. επέμβαση (σε ξένες υποθέσεις):

επέμβαση σε
Einmischung θηλ in +αιτ

Παραδειγματικές φράσεις με επέμβαση

χειρουργική επέμβαση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский