Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επάγεται“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επάγεται [ɛˈpajɛtɛ] VERB αυτοπ ρήμα unpers nur präs und imperf

1. επάγεται (συνεπάγομαι):

επάγεται
επάγεται/επάγονται την

2. επάγεται (προκύπτει):

επάγεται
από τηνεπάγεται ότι
aus dergeht hervor, dass

Παραδειγματικές φράσεις με επάγεται

από τηνεπάγεται ότι
επάγεται/επάγονται την

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский