Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξόφληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξόφλησ|η <-εις> [ɛˈksɔflisi] SUBST θηλ

1. εξόφληση (λογαριασμού):

εξόφληση
Begleichung θηλ
εξόφληση με την ανάθεση παραγγελίας ΟΙΚΟΝ

2. εξόφληση (χρέους, δανείου):

εξόφληση
Tilgung θηλ
εξόφληση
Rückzahlung θηλ
εξόφληση με δόσεις
εξόφληση με δόσεις
Tilgung θηλ in Raten
εφάπαξ εξόφληση
εξόφληση χρεών
εξόφληση χρεών

3. εξόφληση (επιταγής, υπόσχεσης):

εξόφληση
Einlösung θηλ

4. εξόφληση (υποχρέωσης):

εξόφληση
Erfüllung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εξόφληση

εξόφληση θηλ υποθήκης
εξόφληση χρεών
εφάπαξ εξόφληση (δανείου)
εξόφληση με δόσεις
εξόφληση με την ανάθεση παραγγελίας ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский