Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξοικειώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξοικειώνομαι με κάτι
εξοικειώνομαι με μια νέα δουλειά
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εξοικειώνομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

εξοικειώνομαι
προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι
sich gewöhnen an +αιτ
εξοικειώνομαι με
εξοικειώνομαι με κάτι
εξοικειώνομαι με κάποιον
συνηθίζω σε, εξοικειώνομαι με
sich eingewöhnen in +αιτ
εξοικειώνομαι με την καινούργια δουλειά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский