Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξηγώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξηγ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksiˈɣɔ] VERB μεταβ

2. εξηγώ (με μερικά παραδείγματα, με σαφή τρόπο):

εξηγώ

II . εξηγιέμαι o εξηγούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με εξηγώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский