Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαρτημένη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαρτημένη εταιρεία
εξαρτημένη απασχόληση ΟΙΚΟΝ
εξαρτημένη εργασία
εξαρτημένη απασχόληση ΟΙΚΟΝ
(κλασική) εξαρτημένη μάθηση ΨΥΧ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εξαρτημένη“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

εξαρτημένη απασχόληση
εξαρτημένη σύμβαση θηλ
εξαρτημένη εργασία θηλ
εξαρτημένη εργασία
εξαρτημένη εταιρεία θηλ
εξαρτημένη μάθηση θηλ
εξαρτημένη εταιρεία
εξαρτημένη/ανεξάρτητη συνάρτηση θηλ
κλασική εξαρτημένη μάθηση θηλ
εξαρτημένη αξίωση θηλ (εφεύρεσης)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский