Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξακολουθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξακολουθ|ώ <-είς, -ησα> [ɛksakɔluˈθɔ] VERB μεταβ (συνεχίζω)

εξακολουθώ

Παραδειγματικές φράσεις με εξακολουθώ

εξακολουθώ να ρωτάω/γράφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский