Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενόχληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενόχλησ|η <-εις> [ɛˈnɔxlisi] SUBST θηλ

1. ενόχληση (διαταραχή της ομαλότητας):

ενόχληση
Störung θηλ
η ενόχληση της συζήτησής μας
συγγνώμη για την ενόχληση

2. ενόχληση (εξαιτίας φορτικότητας, πείραγμα):

ενόχληση
Belästigung θηλ
η ενόχληση μιας κοπέλας

3. ενόχληση (δυσαρέσκεια):

ενόχληση
Missfallen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ενόχληση

συγγνώμη για την ενόχληση
η ενόχληση μιας κοπέλας
η ενόχληση της συζήτησής μας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский