Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εντάξει“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εντάξει [ɛnˈdaksi] ΕΠΊΡΡ

1. εντάξει (για δήλωση συμφωνίας):

εντάξει
εντάξει;εντάξει!
εντάξει;εντάξει!
o.k.? – o.k.!
θα 'ρθω στις πέντε, εντάξει;
ich komme um fünf, o.k.? [o. ja?]
warum nicht? du hast doch gesagt, du würdest … – o.k. o.k., schon gut, ich mach es

2. εντάξει (τακτοποιημένος):

εντάξει
όλα είναι εντάξει

3. εντάξει (σωστός: για συμπεριφορά):

εντάξει

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский