Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενισχυτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενισχυτικ|ός <-ή, -ό> [ɛnisçitiˈkɔs] ΕΠΊΘ (ενδυναμωτικός)

ενισχυτικός
Verstärkungs-, fördernd
ενισχυτικός του ανταγωνισμού

Παραδειγματικές φράσεις με ενισχυτικός

ενισχυτικός του ανταγωνισμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский