Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενισχυτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενισχυτής [ɛnisçiˈtis] SUBST αρσ

1. ενισχυτής (υποστηριχτής):

ενισχυτής
Unterstützer αρσ

2. ενισχυτής ΗΛΕΚ:

ενισχυτής
Verstärker αρσ
ενισχυτής ανάδρασης
γραμμικός ενισχυτής
μη γραμμικός ενισχυτής
ευρυζωνικός ενισχυτής
μαγνητικός ενισχυτής
ολοκληρωτικός ενισχυτής
ενισχυτής παλμών
τελεστικός ενισχυτής

Παραδειγματικές φράσεις με ενισχυτής

ενισχυτής αρσ ανάδρασης
μαγνητικός ενισχυτής
διαμορφωμένος ενισχυτής
ευρυζωνικός ενισχυτής
ενισχυτής ανάδρασης
γραμμικός ενισχυτής
ολοκληρωτικός ενισχυτής
ενισχυτής παλμών
τελεστικός ενισχυτής
μη γραμμικός ενισχυτής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский