Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενθουσιασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενθουσιασμός [ɛnθusiazˈmɔs] SUBST αρσ

ενθουσιασμός
Begeisterung θηλ
ο ενθουσιασμός του δεν είχε όρια

Παραδειγματικές φράσεις με ενθουσιασμός

ο ενθουσιασμός του δεν είχε όρια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский