Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενηλικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενηλικότητα [ɛniliˈkɔtita] SUBST θηλ

ενηλικότητα
εμπορική ενηλικότητα ΝΟΜ
ποινική ενηλικότητα

Παραδειγματικές φράσεις με ενηλικότητα

ποινική ενηλικότητα
εμπορική ενηλικότητα ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский