Ελληνικά » Γερμανικά

ενεργοποίησ|η <-εις> [ɛnɛrɣɔˈpiisi] SUBST θηλ

ενεργοποίηση
Aktivierung θηλ
ενεργοποίηση (θέση σε λειτουργία συστήματος) θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ενεργοποίηση

ενεργοποίηση θηλ γονιδίων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский