Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεργητικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενεργητικότητα [ɛnɛrjitiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. ενεργητικότητα (δραστηριότητα):

ενεργητικότητα
Aktivität θηλ

2. ενεργητικότητα (δυναμισμός):

ενεργητικότητα
Energie θηλ
είναι γεμάτος ενεργητικότητα

Παραδειγματικές φράσεις με ενεργητικότητα

είναι γεμάτος ενεργητικότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский