Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεργητικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενεργητικό [ɛnɛrjitiˈkɔ] SUBST ουδ

1. ενεργητικό ΕΜΠΌΡ:

ενεργητικό
Aktivposten αρσ
ενεργητικό
Aktiva ουδ πλ
ενεργητικό
Guthaben ουδ
κυκλοφορούν ενεργητικό
πάγιο ενεργητικό
Anlagevermögen ουδ ενικ

2. ενεργητικό ΙΑΤΡ:

ενεργητικό
Abführmittel ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ενεργητικό

παγωμένο ενεργητικό μτφ
κυκλοφορούν ενεργητικό
πάγιο ενεργητικό
ενεργητικό εμπορικό ισοζύγιο
ενεργητικό/παθητικό ισοζύγιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский