Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενασχόληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενασχόλησ|η <-εις> [ɛnasˈxɔlisi] SUBST θηλ

ενασχόληση
επαγγελματική ενασχόληση

Παραδειγματικές φράσεις με ενασχόληση

επαγγελματική ενασχόληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский