Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενίσχυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενίσχυσ|η <-εις> [ɛˈnisçisi] SUBST θηλ

1. ενίσχυση (ενδυνάμωση):

ενίσχυση
Verstärkung θηλ

2. ενίσχυση (υποστήριξη):

ενίσχυση
ενίσχυση του ανταγωνισμού

Παραδειγματικές φράσεις με ενίσχυση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский