Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμφύσημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμφύσημα [ɛɱˈfisima] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

εμφύσημα
Emphysem ουδ
πνευμονικό εμφύσημα
πνευμονικό εμφύσημα

Παραδειγματικές φράσεις με εμφύσημα

πνευμονικό εμφύσημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский