Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπόρευμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπόρευμα [ɛmˈbɔrɛvma] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με εμπόρευμα

εξαγωγικό εμπόρευμα
Exportware θηλ
επώνυμο εμπόρευμα
Markenware θηλ
εκτελωνισμένο εμπόρευμα
Terminware θηλ
αντίτιμο ουδ σε εμπόρευμα
αντίτιμο σε εμπόρευμα
τιμολογώ ένα εμπόρευμα
εμπορεύματα ουδ πλ για εμπόρευμα ή επιστροφή
Kommissionsware θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский