Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπλουτισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπλουτισμός [ɛmblutizˈmɔs] SUBST αρσ

1. εμπλουτισμός (εμπειριών):

εμπλουτισμός
Bereicherung θηλ

2. εμπλουτισμός (ουρανίου κτλ):

εμπλουτισμός
Anreicherung θηλ
εμπλουτισμός καυσίμου

Παραδειγματικές φράσεις με εμπλουτισμός

εμπλουτισμός καυσίμου
ισοτοπικός εμπλουτισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский