Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπλοκή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπλοκή [ɛmblɔˈci] SUBST θηλ

1. εμπλοκή (σε γρανάζια):

παθαίνω εμπλοκή

2. εμπλοκή (μηχανής):

παθαίνω εμπλοκή
η μηχανή έπαθε εμπλοκή

3. εμπλοκή (γενικότερα: της λειτουργίας μηχανισμού):

εμπλοκή
Versagen ουδ

4. εμπλοκή (μπλέξιμο):

εμπλοκή
Verwicklung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εμπλοκή

παθαίνω εμπλοκή
η μηχανή έπαθε εμπλοκή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский