Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελεγκτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελεγκτής (ελέγκτρια) [ɛlɛŋˈktis, ɛˈlɛŋktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. ελεγκτής (γενικά):

ελεγκτής (ελέγκτρια)
Kontrolleur(in) αρσ (θηλ)
ελεγκτής (ελέγκτρια)
Prüfer(in) αρσ (θηλ)

2. ελεγκτής ΟΙΚΟΝ:

ελεγκτής (ελέγκτρια)
Prüfer(in) αρσ (θηλ)
ειδικός ελεγκτής
Sonderprüfer αρσ
ελεγκτής ισολογισμού
Bilanzprüfer(in) αρσ (θηλ)
οικονομικός ελεγκτής
ορκωτός ελεγκτής ΛΟΓΙΣΤ
ελεγκτής λογαριασμών
Rechnungsprüfer(in) αρσ (θηλ)
ελεγκτής παραγωγής
Fertigungsprüfer(in) αρσ (θηλ)
ελεγκτής τραπέζης
Bankenprüfer(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ελεγκτής

ειδικός ελεγκτής
ελεγκτής ισολογισμού
Bilanzprüfer(in) αρσ (θηλ)
οικονομικός ελεγκτής
ορκωτός ελεγκτής ΛΟΓΙΣΤ
ελεγκτής λογαριασμών
Rechnungsprüfer(in) αρσ (θηλ)
ελεγκτής παραγωγής
Fertigungsprüfer(in) αρσ (θηλ)
ελεγκτής τραπέζης
Bankenprüfer(in) αρσ (θηλ)
ελεγκτής/ελέγκτρια αρσ/θηλ ισολογισμού
Bilanzprüfer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский