Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκφωνητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκφωνητής (εκφωνήτρια) [ɛkfɔniˈtis, ɛkfɔˈnitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. εκφωνητής ΡΑΔΙΟΦ:

εκφωνητής (εκφωνήτρια)
Sprecher(in) αρσ (θηλ)
εκφωνητής ειδήσεων
Nachrichtensprecher(in) αρσ (θηλ)

2. εκφωνητής (τηλεόρασης):

εκφωνητής (εκφωνήτρια)
Ansager(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με εκφωνητής

εκφωνητής ειδήσεων
Nachrichtensprecher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский