Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκφέρω <εξέφερα> [ɛkˈfɛrɔ] VERB μεταβ (γνώμη)

II . εκφέρεται, εκφέρονται VERB αυτοπ ρήμα unpers ΓΛΩΣΣ

Παραδειγματικές φράσεις με εκφέρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский