Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτροπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτροπή [ɛktrɔˈpi] SUBST θηλ

1. εκτροπή (ως ενέργεια) ΦΥΣ:

εκτροπή
Ablenkung θηλ
η εκτροπή της πυξίδας
Ablenkplatte θηλ

2. εκτροπή (ως πάθημα):

εκτροπή
Abweichung θηλ
εκτροπή
Aberration θηλ
εκτροπή ακτίνων
σφαιρική εκτροπή (φακού)
χρωματική εκτροπή
χρωματική εκτροπή
εκτροπή κλήσης θηλ ΤΗΛ
Rufumleitung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εκτροπή

εκτροπή ακτίνων
σφαιρική εκτροπή (φακού)
χρωματική εκτροπή
η εκτροπή της πυξίδας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский