Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτελώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτελ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα, -εσμένος> [ɛktɛˈlɔ] VERB μεταβ

1. εκτελώ (γενικά, διαταγή, εργασία):

εκτελώ
εκτελώ μια διαταγή

2. εκτελώ (εκπληρώνω):

εκτελώ

3. εκτελώ:

εκτελώ ΜΟΥΣ, ΘΈΑΤ

4. εκτελώ ΝΟΜ (απόφαση):

εκτελώ

5. εκτελώ (θανατώνω):

εκτελώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский