Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκαθαριστικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκαθαριστικό [ɛkaθaristiˈkɔ] SUBST ουδ ΟΙΚΟΝ

εκκαθαριστικό
Abrechnung θηλ
εκκαθαριστικό φόρου

Παραδειγματικές φράσεις με εκκαθαριστικό

εκκαθαριστικό (σημείωμα) (φορολογικό)
εκκαθαριστικό φόρου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский