Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκδηλωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκδηλωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkðilɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκδηλωτικός (άνθρωπος: που δείχνει τα αισθήματά του):

είναι εκδηλωτικός

Παραδειγματικές φράσεις με εκδηλωτικός

είναι εκδηλωτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский