Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκατό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκατό [ɛkaˈtɔ,] in Zahlwortverbindungen, εκατόν [ɛkaˈtɔn] NUM

II . εκατό [ɛkaˈtɔ,] in Zahlwortverbindungen, εκατόν [ɛkaˈtɔn] SUBST ουδ (ο αριθμός)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский