Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισ|έρχομαι <-ήλθα> [iˈsɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ (άνθρωπος)

εισέρχομαι
εισέρχομαι σε μια χώρα

Παραδειγματικές φράσεις με εισέρχομαι

εισέρχομαι σε μια χώρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский