Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εισάγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εισ|άγω <-ήγαγα, -άχθηκα, -αγμένος> [iˈsaɣɔ] VERB μεταβ

1. εισάγω (νόμισμα, νέες μεθόδους):

εισάγω

2. εισάγω (προϊόντα):

εισάγω

Παραδειγματικές φράσεις με εισάγω

εισάγω ένα νόμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский