Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εικονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εικονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ikɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. εικονίζω (θέτω σε εικόνα):

εικονίζω και μτφ

2. εικονίζω (παριστάνω):

εικονίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский