Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ειδύλλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ειδύλλιο [iˈðiliɔ] SUBST ουδ

1. ειδύλλιο ΛΟΓΟΤ:

ειδύλλιο
Idylle θηλ

2. ειδύλλιο μτφ (τρυφερή ερωτική σχέση):

ειδύλλιο
Romanze θηλ
πλέκω ειδύλλιο

Παραδειγματικές φράσεις με ειδύλλιο

πλέκω ειδύλλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский