Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ειδίκευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ειδίκευσ|η <-εις> [iˈðicɛfsi] SUBST θηλ

ειδίκευση σε
Spezialisierung θηλ auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский