Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εδαφικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εδαφικ|ός <-ή, -ό> [ɛðafiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εδαφικός (σχετικός με το έδαφος):

εδαφικός
Boden-, Grund-

2. εδαφικός (σχετικός με περιοχή):

εδαφικός
Gebiets-, Territorial-
Gebietshoheit θηλ
Gebietsgrenze θηλ ενικ
Gebietsschutz αρσ

3. εδαφικός (διεκδικήσεις κτλ):

εδαφικός
territorial, Territorial-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский