Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εδάφιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εδάφιο [ɛˈðafiɔ] SUBST ουδ

1. εδάφιο (κειμένου):

εδάφιο
Abschnitt αρσ

2. εδάφιο (Αγίας Γραφής):

εδάφιο
Vers αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский