Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγχώριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγχώρι|ος <-α, -ο> [ɛŋˈxɔriɔs] ΕΠΊΘ

1. εγχώριος:

εγχώριος

2. εγχώριος ΕΜΠΌΡ:

εγχώριος
Inlands-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский