Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγχάραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγχάραξ|η <-εις> [ɛŋˈxaraksi] SUBST θηλ

εγχάραξη
Einkerbung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский