Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκυμοσύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκυμοσύνη [ɛɲɟimɔˈsini] SUBST θηλ

εγκυμοσύνη
διακόπτω την εγκυμοσύνη
προχωρημένη εγκυμοσύνη
εγκυμοσύνη υψηλού κινδύνου

Παραδειγματικές φράσεις με εγκυμοσύνη

προχωρημένη εγκυμοσύνη
διακόπτω την εγκυμοσύνη
εγκυμοσύνη υψηλού κινδύνου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский